- ημορις
- ἠμορίς-ίδος adj. f (= ἄμοιρος См. αμοιρος) обездоленная, несчастная Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ημορίς — ἠμορίς, ίδος, ἡ (Α) [ήμορος] θηλ. τού ήμορος … Dictionary of Greek
ἠμορίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμορος — ἤμορος, ον, θηλ. και ήμορίς (Α) αμέτοχος, άμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό, με ιων. μα , κρότητα + μόρος «τμήμα μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος άμοιρος, το θηλ. ημορίς κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ.… … Dictionary of Greek
(s)mer- — (s)mer English meaning: to remember; to care for Deutsche Übersetzung: “gedenken, sich erinnern, sorgen” Material: 1. O.Ind. smárati “ reminds sich, gedenkt”, smaraṇa n., smr̥ti “Gedenken, Gedächtnis”, Av. maraiti, hišmaraiti… … Proto-Indo-European etymological dictionary